(ή αλλιώς: «Ποῦ πορευόμεθα, ὦ ἄνδρες καὶ γυναῖκες τῆς Μεγαλοπόλεως;»)
Στην ένδοξη και βαθιά μπερδεμένη πολιτεία της Αρχανδρίας, όπου οι δρόμοι είναι ίσιοι αλλά οι άνθρωποι όχι, κυκλοφορούν κάτι μορφές που θα έκαναν μέχρι και τους Δελφούς να πουν, «Δεν το είδαμε να έρχεται…».
Πάμε.
Πολυκράτης ο Ανεπίδεκτος
Άνθρωπος μέγας, όνομα βαρύ σαν χάλκινη ασπίδα, αλλά… Δεν μπορεί να χωρίσει δυο γαϊδουριών άχυρο. Του δίνεις δύο επιλογές, τη σωστή και τη λάθος. Τη λάθος τη διαλέγει με περηφάνια, δόξα και τιμή, λες και ψηφίζει στην Πελαγονία.
Ξενοφών ο Διασποράς
Του λες: «Πήγαινε ώς το πέρα φανάρι και στρίψε δεξιά». Και πριν προλάβεις να πεις «στρίψε», έχει βρεθεί στη Στενύκλαρον, έχει χαθεί σε τρεις λαβυρίνθους, έχει ρωτήσει μάντισσες, έχει μπει σε παράδρομο που δεν υπήρχε στον χάρτη και καταλήγει να λέει περήφανα, «Είναι επιλογή μου να μην βρίσκω τον δρόμο».
Θεαγένης ο Περιπλανώμενος
Βγαίνει από τη θύρα του οίκου του για να πάει στην αποθήκη, η οποία βρίσκεται πέντε βήματα πιο πέρα. Μετά από μισή ώρα, τον βρίσκουν οι γείτονες να ρωτάει σε ποια πόλη βρίσκεται. Τον πάνε πίσω με συνοδεία, σαν να επιστρέφει από εκστρατεία.
Τριπτόλεμος ο Παραλιακός
Ξεκινά από το πεζοδρόμιο της Κοιλάδας Ορυκτίων, για έναν απλό περίπατο. Καταλήγει να περπατάει στην παραλία της Νηρηϊκής Αμμουδιάς, βρεγμένος ως το γόνατο. Όταν τον ρωτούν «μα πώς;», απαντά, «Με κάλεσε το κύμα». (Το οποίο πιθανώς ήταν στο μυαλό του.)
Αμφικτύων ο Αυτομολύσας
Άνδρας της πολιτείας, που μια μέρα αποφάσισε να αυτομολήσει, χωρίς λόγο και χωρίς σχέδιο. Έφυγε, γύρισε, ξαναέφυγε, ξαναγύρισε, κι έχει μπερδέψει τόσο τους άλλους όσο και τον ίδιο του τον εαυτό. Κανείς δεν ξέρει από πού έρχεται, πού πάει ή ποια πλευρά υπηρετεί.
Γι’ αυτό τον φωνάζουν: «ο Πάντα–Κάπου–Αλλού».
Ευρυμέδων ο Συννεφοβάτης
Ξεκινάει να φτιάξει σχέδιο.
Το χάνει.
Φτιάχνει δεύτερο.
Το χάνει και αυτό.
Το τρίτο το παίρνει ο άνεμος.
Και στο τέλος λέει:
«Η γραφειοκρατία φταίει».
(Ενώ το χαρτί είναι κάτω από το πόδι του.)
Δημοκρίτης ο Πανταλλαχού
Ραντεβού στις 11. Έρχεται 12:50, στη λάθος πλατεία, σε λάθος πόλη, φορώντας χιτώνα για γιορτή ενώ πάμε για δουλειά. Και λέει, «Εγώ ήμουν εκεί. Εσείς δεν με είδατε». Ωραίος. Άνθρωπος–φάντασμα.
Αναξαγόρας ο Φωταγωγός
Του δίνεις φακό να δείξει τον δρόμο. Δείχνει το ακριβώς ανάποδο. Οι μισοί πηγαίνουν προς τα όρη, οι άλλοι προς τον ποταμό, κι αυτός επιστρέφει σπίτι λέγοντας, «Οδήγησα την ομάδα με σοφία».
Ηρακλείδης ο Ακατάβλητος
Ο αγαπημένος όλων. Ξεκινάει να πει κάτι, ξεχνάει τι έλεγε, ξαναρχίζει, μπερδεύει πόλεις, ονόματα, χιλιόμετρα, θεούς, και στο τέλος ζητά συγγνώμη από τον εαυτό του. Χωρίς λόγο.
Αριστόβουλος ο Θορυβώδης
Πάει να λύσει πρόβλημα. Πριν το καταλάβει, έχει δημιουργήσει άλλα έξι. Τον φωνάζουν «ο Εξασθενητής». Κάθε του απόφαση προκαλεί μικρό σεισμό 4,2 Ρίχτερ.
Και έτσι, μέσα σε αυτή τη θαυμαστή και μόνιμα μπερδεμένη πολιτεία, όπου ο καθένας τραβά τον δρόμο του χωρίς να ξέρει ποιος δρόμος είναι αυτός, όλοι μαζί συνεχίζουν να πορεύονται σαν μια ωραία ατμόσφαιρα, άλλος λάθος, άλλος πιο λάθος, κι άλλος εντελώς αλλού. Κι εμείς εδώ, να παρατηρούμε, να αναλύουμε και να σχολιάζουμε, όχι για να τους μπερδέψουμε, αλλά για να λέμε τις αλήθειες όπως είναι. Κι όποιος κατάλαβε, κατάλαβε. Κι όποιος δεν κατάλαβε… ας κάνει πως κατάλαβε, για να μη φανεί ότι δεν κατάλαβε.




































